ασούρωτος

ασούρωτος
-η, -ο
1. ο αστράγγιστος
2. αυτός που δεν τα 'χει σουρώσει, δεν έχει μεθύσει
3. (για φορέματα) χωρίς σούρες, χωρίς πτυχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστράγγιστος — αστράγγιστος, η, ο και αστράγγιχτος, η, ο 1. αυτός που δε στραγγίστηκε, ασούρωτος: Η μυζήθρα είναι ακόμη αστράγγιχτη. 2. αυτός που δεν άδειασε εντελώς από το υγρό που είχε: Πάντα φρόντιζε να μην αφήνει το ποτήρι του αστράγγιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”